- ψιλώνω
- ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [ψιλός]1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξηςαρχ.1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.)2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)3. (με γεν. και αιτ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον4. (με αιτ.) αφήνω κάποιον ή κάτι απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ κέρας ἐψιλωμένον», Πλούτ.)5. παθ. α) ψιλοῡμαι, -όομαιγίνομαι φαλακρόςβ) (για πτηνό) μένω χωρίς φτεράγ) (για ρίζα) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από χώμα («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.